- φαλκίδιος
- -ο / φαλκίδιον, τὸ, ΝΑνεοελλ.φρ. α) «φαλκίδιος νόμος»(νομ.) νόμος τού βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο ο κληρονόμος είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει το ένα τέταρτο τής κληρονομίας και μετά να προβεί σε εκπλήρωση τών κληροδοσιώνβ) «φαλκίδιο τέταρτο» — το κατά τον φαλκίδιο νόμο κληρονομικό δικαίωμααρχ.η ελάχιστη μερίδα κλήρου ακινήτων που παραχωρείται στους κληρονόμους κατά τον φαλκίδιο νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. falcidius < Falcidius, όν. Ρωμαίου δημάρχου].
Dictionary of Greek. 2013.