φαλκίδιος

φαλκίδιος
-ο / φαλκίδιον, τὸ, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. α) «φαλκίδιος νόμος»
(νομ.) νόμος τού βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο ο κληρονόμος είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει το ένα τέταρτο τής κληρονομίας και μετά να προβεί σε εκπλήρωση τών κληροδοσιών
β) «φαλκίδιο τέταρτο» — το κατά τον φαλκίδιο νόμο κληρονομικό δικαίωμα
αρχ.
η ελάχιστη μερίδα κλήρου ακινήτων που παραχωρείται στους κληρονόμους κατά τον φαλκίδιο νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. falcidius < Falcidius, όν. Ρωμαίου δημάρχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαλκίδιον — τὸ, Α βλ. φαλκίδιος …   Dictionary of Greek

  • φαλκιδεύω — Ν 1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα 2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας 3. διαστρεβλώνω 4. υποκλέπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος*, όν. ρωμαϊκού νόμου] …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”